- ευτρεπιστής
- ο, θηλ. ευτρεπίστρια (Α εὐτρεπιστής) [ευτρεπίζω]αυτός που ευτρεπίζει, που τακτοποιεί, που παρασκευάζει, ο ευπρεπιστήςνεοελλ.η ευτρεπίστριαη γυναίκα που έχει ως επάγγελμα τον ευτρεπισμό, το συγύρισμα, τον καθαρισμό σπιτιών, γραφείων, καταστημάτων και άλλων χώρων, η καθαρίστρια, η παραδουλεύτρα, η οικιακή βοηθός.
Dictionary of Greek. 2013.